σύργαστρος

σύργαστρος
σύργαστρος, , ([etym.] σύρω, γαστήρ)
A trailing the belly, as a snake, AP15.26.14 (Dosiad. Ara).
II metaph., day-labourer, Alciphr.3.19,63; also [full] συργάστωρ, ορος, , v.l. ibid. (in 63).--Both words are expld. by συοφορβός or ὑ (ο) φορβός in Hsch., Phot., EM736.25 (Συργάστωρ is also an ὄνομα βαρβαρικόν acc. to Hsch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύργαστρος — trailing the belly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύργαστρος — ὁ, Α 1. αυτός που σέρνεται στη γη με την κοιλιά σαν το φίδι 2. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας και, κυρίως, ο ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ …   Dictionary of Greek

  • συργάστρῳ — σύργαστρος trailing the belly masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρογάστρων — σύργαστρος trailing the belly masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύργαστρον — σύργαστρος trailing the belly masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρόγαστρος — ὁ, Α σύργαστρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού σύργαστρος / συργάστωρ (για ετυμολ. βλ. λ. σύργαστρος)] …   Dictionary of Greek

  • συργάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. μτφ. (για πρόσ.) χειρώνακτας εργάτης, ιδίως ημερομίσθιος 2. ως κύριο όν. Συργάστωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα βαρβαρικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύργαστρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”